- καυστήρας
- brûleur
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καυστήρας — Συσκευή κατάλληλη για την καύση στερεών, υγρών και αέριων καυσίμων (άνθρακα, πετρελαίου κλπ.) με σκοπό την παραγωγή θερμότητας. Η λειτουργία του κ. συνίσταται καταρχήν στην εισαγωγή ενός κατάλληλα προετοιμασμένου καυσίμου σε έναν μικρό ή μεγάλο… … Dictionary of Greek
καυστῆρας — καυστήρ cauterizing apparatus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… … Dictionary of Greek
καυτήρας — καυτήρας, ο και καυστήρας, ο 1. εργαλείο για τις καυτηριάσεις: Έλεγε πως θεραπεύει τις αμυγδαλές με τον καυτήρα. 2. συσκευή μέσα στην οποία γίνεται η καύση του πετρελαίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)